γεωργικός — agricultural masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργικός — ή, ό (AM γεωργικός, ή, όν) [γεωργία] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στη γεωργία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Γεωργικά τίτλος τεσσάρων ποιητικών βιβλίων τού Βεργιλίου νεοελλ. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γεωργικά η ενασχόληση με τις… … Dictionary of Greek
γεωργικός — ή, ό ο σχετικός με τη γεωργία: Γεωργικά μηχανήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελκυστήρας, γεωργικός ή τρακτέρ — Γεωργικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για ρυμούλκηση, μεταφορά άλλων μηχανημάτων (όπως άροτρα, σκαλιστήρια, σπορείς, χορτοκοπτικές ή θεριστικές μηχανές, τρυπάνια), καθώς και για χειρισμό φορτωτών, ανυψωτήρων, εκσκαφέων και αποξεστών. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
γεωργικά — γεωργικός agricultural neut nom/voc/acc pl γεωργικά̱ , γεωργικός agricultural fem nom/voc/acc dual γεωργικά̱ , γεωργικός agricultural fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργικῶν — γεωργικός agricultural fem gen pl γεωργικός agricultural masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργικόν — γεωργικός agricultural masc acc sg γεωργικός agricultural neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργικώτατα — γεωργικός agricultural adverbial superl γεωργικός agricultural neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργικώτατον — γεωργικός agricultural masc acc superl sg γεωργικός agricultural neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργικαῖς — γεωργικός agricultural fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργικαί — γεωργικός agricultural fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)