γεωργικός

γεωργικός
γεωργ-ικός, ή, όν,
A agricultural,

σκεύη Ar.Pax 552

;

κόποι γ. CIG4659

(Palestine, iii A. D.);

ὑπηρεσία BGU 197.17

(i A. D.); βιβλίον γ. a book on rural economy, Plu.Cato Ma.25; ἡ γ. (sc. τέχνη) agriculture, farming, Pl.Lg.889d, etc.; τὰ γ. lands, Chrysipp.Stoic.3.180; also, treatise on agriculture, Democr.26b, Ath. 14.649d; esp. that of Nicander, Id.3.92c.
II occupied or skilled in farming, Arist.Pol.1317a25; δῆμος ib.1318b9;

λεώς Ar.Pax920

:— as Subst., a good farmer, Pl.Ap.20b, etc.; fond of rural pursuits, Plu.2.268c. Adv.

-κῶς Poll.7.141

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γεωργικός — agricultural masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικός — ή, ό (AM γεωργικός, ή, όν) [γεωργία] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στη γεωργία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Γεωργικά τίτλος τεσσάρων ποιητικών βιβλίων τού Βεργιλίου νεοελλ. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γεωργικά η ενασχόληση με τις… …   Dictionary of Greek

  • γεωργικός — ή, ό ο σχετικός με τη γεωργία: Γεωργικά μηχανήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελκυστήρας, γεωργικός ή τρακτέρ — Γεωργικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για ρυμούλκηση, μεταφορά άλλων μηχανημάτων (όπως άροτρα, σκαλιστήρια, σπορείς, χορτοκοπτικές ή θεριστικές μηχανές, τρυπάνια), καθώς και για χειρισμό φορτωτών, ανυψωτήρων, εκσκαφέων και αποξεστών. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • γεωργικά — γεωργικός agricultural neut nom/voc/acc pl γεωργικά̱ , γεωργικός agricultural fem nom/voc/acc dual γεωργικά̱ , γεωργικός agricultural fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικῶν — γεωργικός agricultural fem gen pl γεωργικός agricultural masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικόν — γεωργικός agricultural masc acc sg γεωργικός agricultural neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικώτατα — γεωργικός agricultural adverbial superl γεωργικός agricultural neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικώτατον — γεωργικός agricultural masc acc superl sg γεωργικός agricultural neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικαῖς — γεωργικός agricultural fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωργικαί — γεωργικός agricultural fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”